ἱστάρχης

ἱστάρχης
ἱστάρχης, ου, ,= ἱστωνάρχης, Ostr.1155.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιστάρχης — ἱστάρχης, ὁ (Α) ο ιστωνάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι άρχης, τελετ άρχης] …   Dictionary of Greek

  • ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”